συνδιαίρω

συνδιαίρω
Α
βοηθώ και εγώ στην ανύψωση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + διαίρω «ανυψώνω, μεταφέρω»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • συνδιαιρώ — έω, ΜΑ 1. διαιρώ κάτι μαζί ή ταυτόχρονα με άλλον 2. μέσ. συνδιαιροῡμαι, έομαι διανέμω κάτι επιπροσθέτως αρχ. (μέσ. και παθ.) α) μοιράζω αντικείμενα κλοπής β) διανέμω ιδιοκτησία γ) χαράζομαι …   Dictionary of Greek

  • συνδιαίρεσις — έσεως, ἡ, Μ [συνδιαιρῶ] διαίρεση …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”